σιτάριον

σιτάριον
τὸ, ΜΑ
βλ. σιτάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σιτάριον — a little corn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταρίοις — σιτάριον a little corn neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταρίοισι — σιτάριον a little corn neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταρίου — σιτάριον a little corn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτάρια — σιτάριον a little corn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιτάρι — Βλ. λ.στάρι. * * * το / σιτάριον, ΝΜΑ, και στάρι Ν νεοελλ. 1. βοτ. κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών τού γένους αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών triticum, που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη, αλλ. σίτος 2. ο καρπός τού παραπάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”